υποδοντία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποδοντία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hypodontia < αρχαία ελληνική ὑπό + ὀδούς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υποδοντία θηλυκό
- (οδοντιατρική) η έλλειψη ενός έως έξι δοντιών
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υποδοντία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οδοντιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)