υποκατάστημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.po.kaˈta.sti.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐κα‐τά‐στη‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υποκατάστημα ουδέτερο
- δευτερεύον κατάστημα που εξαρτάται από το κύριο ή το κεντρικό κατάστημα