υποκοριστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
υποκοριστικά < υποκοριστικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
υποκοριστικά, παριστάνουν εκείνο που σημαίνει το πρωτότυπο ως μικρό είτε γιατί αυτό είναι όντως μικρό είτε χάριν θωπείας ή καταφρόνησης με συνήθεις καταλήξεις -άριο, -ιον, -ίδιον, -σκος, -ίσκος στην αρχαία ελληνική, αλλά και καθαρεύουσα καθώς και σε -άκι, -άκος, -ούλα στη κοινή νεοελληνική, όπως παιδάριον, πινάκιον, ξιφίδιον, νεανίσκος, οικίσκος, παιδάκι, ανθρωπάκος, πορτούλα.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποκοριστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
υποκοριστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υποκοριστικό