υποτακτική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποτακτική < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑποτακτική. Μορφολογικά, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου υποτακτικός. Εννοείται το ουσιαστικό έγκλιση.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.po.ta.ktiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐τα‐κτι‐κή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποτακτική θηλυκό
- (γραμματική) ρηματική έγκλιση
- (γραμματική, στην έκφραση υποτακτική σύνδεση) η σύνδεση δύο ανόμοιων προτάσεων, όπως στα ελληνικά: με υποτακτικούς συνδέσμους (κύρια με δευτερεύουσα πρόταση ή δευτερεύουσα με άλλη δευτερεύουσα)
- → δείτε και τη λέξη υπόταξη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποτακτική
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
υποτακτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του υποτακτικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)