υποφορά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑποφορά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποφορά οι υποφορές
      γενική της υποφοράς των υποφορών
    αιτιατική την υποφορά τις υποφορές
     κλητική υποφορά υποφορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υποφορά < αρχαία ελληνική ὑποφορά < ὑποφέρω < φέρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰer-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υποφορά θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]