φάδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φάδι | τα | φάδια |
γενική | του | φαδιού | των | φαδιών |
αιτιατική | το | φάδι | τα | φάδια |
κλητική | φάδι | φάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- 1,2 φάδι < υφάδι (απώλεια του αρχικού άτονου φωνήεντος) < μεσαιωνική ελληνική ὑφάδιον < αρχαία ελληνική ὑφή + υποκοριστικό επίθημα -άδιον
- 3 φάδι < αλφάδι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φάδι ουδέτερο
- υφάδι, το κατά πλάτος νήμα του υφάσματος
- (συνεκδοχικά) ύφασμα
- ※ Εἶν᾿ ἕνα φάδι ἀθώρητο καὶ μοῦ μποδάει τὴ βλέψη. / Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο καὶ σταχτί. (Νίκος Καββαδίας, Μουσώνας)
- αλφάδι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)