φέγγρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φέγγρισμα < φεγγρίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φέγγρισμα ουδέτερο
- όταν κάτι είναι ημιδιαφανές, η κατάσταση του ημιδιαφανούς
- το έντονο αδυνάτισμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φέγγρισμα
|