φέρ' ειπείν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φέρ' ειπείν < (ελληνιστική κοινή) φέρ' εἰπεῖν < φέρω + εἰπεῖν
Έκφραση[επεξεργασία]
φέρ' ειπείν (& φερειπείν)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φέρ' ειπείν
→ δείτε τη λέξη φερειπείν |