φέρινγκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φέρινγκ < αγγλική fairing < fair

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φέρινγκ ουδέτερο άκλιτο

  • το αλεξήνεμο
    ※  Προσπαθούσα να μικρύνω τον όγκο μου, κόλλησα τους αγκώνες στα πλευρά μου, κρύφτηκα πίσω απ'το φέρινγκ. Η οδήγηση της μηχανής κάτω από παρόμοιες συνθήκες μοιάζει μ'ενός ιστιοπλοϊκού (Κωστής Γκισομούλης, Ανατολή, εκδ. Κέδρος, 1998, σελ. 63)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]