φέρω εις πέρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
φέρω (κάτι) εις πέρας
- (λόγιο) ολοκληρώνω επιτυχώς
- ↪ Ο διευθυντής τους βοήθησε και εν τέλει έφεραν εις πέρας το έργο.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φέρω εις πέρας
|
Πηγές[επεξεργασία]
- πέρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας