φίδι κολοβό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φίδι κολοβό < → δείτε τις λέξεις φίδι και κολοβός, επειδή ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
φίδι κολοβό
- (μεταφορικά) ύπουλος, πανούργος ή κακός άνθρωπος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έκφραση με «φίδι» για ύπουλο άνθρωπο
|