φίλια πυρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
φίλια πυρά
- (στρατιωτικός όρος) πυροβολισμοί από συμμαχικά στρατεύματα
- (μεταφορικά) σκληρή κριτική από άτομο που ανήκει στον ίδιο κοινωνικό, επαγγελματικό ή πολιτικό χώρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φίλια πυρά
|
Πηγές[επεξεργασία]
- φίλιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φίλιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)