φαγάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φαγάνα | οι | φαγάνες |
γενική | της | φαγάνας | — | |
αιτιατική | τη | φαγάνα | τις | φαγάνες |
κλητική | φαγάνα | φαγάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /faˈɣa.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐γά‐να
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαγάνα θηλυκό
- ο εκσκαφέας γενικά, αλλά κυρίως η βυθοκόρος, για την εκσκαφή σε λίμνες, ποταμούς και ακτές
- (μεταφορικά) άτομο που τρώει πολύ ή κάτι|κάποιος που καταναλώνει πολλά, ο άπληστος, θηλυκό φαγάνα, αρσενικό φαγάνας
- ↪το αυτοκίνητό μου, όπως όλα τα παλιά ΙΧ, είναι φαγάνα (καταναλώνει πολλή βενζίνη)
- ↪αυτός είναι μεγάλη φαγάνα ή μεγάλος φαγάνας(τα θέλει όλα δικά του, είναι άπληστος)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ φαγάνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)