φαγώθηκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

φαγώθηκα

  1. α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος τρώγομαι
  2. α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος φαγώνομαι