φαγώσιμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαγώσιμα < πληθυντικός ουδετέρου του επιθέτου φαγώσιμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαγώσιμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα τρόφιμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]φαγώσιμα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φαγώσιμο