φαγώσιμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φαγώσιμα < πληθυντικός ουδετέρου του επιθέτου φαγώσιμος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φαγώσιμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

φαγώσιμα

ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φαγώσιμο