φαινολικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]φαινολικός, -ή, -ό
- που απαρτίζεται από φαινόλη ή που αναφέρεται σε αυτή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαινολικός
|