φακιρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φακιρικός < φακίρης
Επίθετο
[επεξεργασία]φακιρικός (πληθυντικός, φακίρηδες)
- σχετικός με τον φακίρη
- φακίρικα ή φακιρικά κόλπα
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φακιρικός