φαλκίδευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φαλκίδευση | οι | φαλκιδεύσεις |
γενική | της | φαλκίδευσης* | των | φαλκιδεύσεων |
αιτιατική | τη | φαλκίδευση | τις | φαλκιδεύσεις |
κλητική | φαλκίδευση | φαλκιδεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φαλκιδεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαλκίδευση < (καθαρεύουσα) φαλκίδευσις < φαλκιδεύω < (ελληνιστική κοινή) φαλκίδιον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαλκίδευση θηλυκό
- η μεθοδική υπονόμευση (αποδυνάμωση, περιορισμός) κεκτημένων και νόμιμων δικαιωμάτων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαλκίδευση
|