φανοστάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fa.noˈsta.tis/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φανοστάτης αρσενικό
- η κολόνα στην οποία στηρίζεται ένα φως, μια λάμπα για φωτισμό κυρίως δημόσιων χώρων
- φανός, τύπος οδικού φανού, το φωτιστικό εξωτερικού χώρου σε κολόνα (συνολικά, όλο μαζί)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] η κολόνα στην οποία στηρίζεται ένα φως
συνολικά