φαντάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φαντάζω < αρχαία ελληνική φαντάζω (φανερώνω)

φαντάζω

  1. εντυπωσιάζω με την εμφάνισή μου
    Πώς φαντάζω με το νυφικό;
  2. στο τρίτο πρόσωπο, ως απρόσωπο (φαντάζει) έχει την έννοια του μοιάζει, φαίνεται
    Φαντάζει απίθανο να έρθει πια τέτοια ώρα
    Τώρα πιά φαντάζει παράδοξο να συμφωνήσει

Συγγενικά

[επεξεργασία]


Μεταφράσεις

[επεξεργασία]