φανφαρονισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φανφαρονισμός < φανφαρόνος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φανφαρονισμός αρσενικό
- ο επουσιωδης κομπασμός, τα μεγάλα λόγια χωρίς αντίκρυσμα ουσίας τα οποία εκφέρονται για λόγους εντυπωσιασμού, ο πομπώδης προφορικός λόγος
- η γενικότερη συμπεριφορά που συνάδει με τον προφορικό φανφαρονισμό, αυτή που επιδώκει τον απλοϊκό εντυπωσιασμό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φανφαρονισμός
|