φαξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαξ < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική fax < facsimile < λατινική fac (προστακτική ενεστώτα του ρήματος facio) + simile (ουδέτερο του similis)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαξ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαξ
|
Κατηγορίες:
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Τηλεπικοινωνίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)