φαράσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φαράσι | τα | φαράσια |
γενική | του | φαρασιού | των | φαρασιών |
αιτιατική | το | φαράσι | τα | φαράσια |
κλητική | φαράσι | φαράσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαράσι < (άμεσο δάνειο) τουρκική faraş
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Στα αραβικά فراشة (ar) (φαράσα) λέγεται η πεταλούδα και το σχήμα του φαρασιού μοιάζει με πεταλούδα.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαράσι ουδέτερο
- εργαλείο συλλογής σκουπιδιών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαράσι
|