φαρί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φαρί | τα | φαριά |
γενική | του | φαριού | των | φαριών |
αιτιατική | το | φαρί | τα | φαριά |
κλητική | φαρί | φαριά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαρί < μεσαιωνική ελληνική φαρίν < αραβική فرس (faras, άλογο) < ρίζα ف ر س (f-r-s) (σπάζω, συντρίβω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαρί ουδέτερο
- (λογοτεχνικό, θηλαστικό ζώο) το πολεμικό άλογο ή το άλογο ιππασίας, το άτι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαρί
→ δείτε τη λέξη άτι |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)