φαρδομάνικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαρδομάνικο < ουδέτερο του επιθέτου φαρδομάνικος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαρδομάνικο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαρδομάνικο
|