φαρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φαρικός | η | φαρική | το | φαρικό |
γενική | του | φαρικού | της | φαρικής | του | φαρικού |
αιτιατική | τον | φαρικό | τη | φαρική | το | φαρικό |
κλητική | φαρικέ | φαρική | φαρικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φαρικοί | οι | φαρικές | τα | φαρικά |
γενική | των | φαρικών | των | φαρικών | των | φαρικών |
αιτιατική | τους | φαρικούς | τις | φαρικές | τα | φαρικά |
κλητική | φαρικοί | φαρικές | φαρικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]φαρικός, -ή, -ό
- (ναυτικός όρος) που έχει σχέση με φάρο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη φάρος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- φαρικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαρικός
|