φαρμακέμπορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φαρμακέμπορος | οι | φαρμακέμποροι |
γενική | του | φαρμακέμπορου & φαρμακεμπόρου |
των | φαρμακέμπορων & φαρμακεμπόρων |
αιτιατική | τον | φαρμακέμπορο | τους | φαρμακέμπορους & φαρμακεμπόρους |
κλητική | φαρμακέμπορε | φαρμακέμποροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαρμακέμπορος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαρμακέμπορος
|