φαρμακίλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φαρμακίλα | οι | φαρμακίλες |
γενική | της | φαρμακίλας | — | |
αιτιατική | τη | φαρμακίλα | τις | φαρμακίλες |
κλητική | φαρμακίλα | φαρμακίλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαρμακίλα θηλυκό
- η έντονη μυρωδιά από φάρμακα
- μεταφορικα η πικρή γεύση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαρμακίλα
|