φαρμακοδυναμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαρμακοδυναμικός < φαρμακοδυναμική
Επίθετο
[επεξεργασία]φαρμακοδυναμικός, -ή, -ό
- σχετικός με την ενέργεια των φαρμάκων πάνω σε ζωντανούς οργανισμούς
- "Ο φαρμακοδυναμικός τομέας προϋποθέτει τη χρήση πειραματόζωων"
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαρμακοδυναμικός