φαρμακόγλωσσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]φαρμακόγλωσσος
- που στάζει η γλώσσα του φαρμάκι, που κακολογεί, που προσβάλλει
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαρμακόγλωσσος
|