φαροδείκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fa.ɾoˈði.ktis/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαροδείκτης ή φαροδείχτης αρσενικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαροδείκτης