φαρφάλες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
μακαρόνια φαρφάλες

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φαρφάλες < (άμεσο δάνειο) ιταλική farfal(l)e) (< farfalla) + ς, κυριολεκτικά: πεταλούδες ή παπιγιόν

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φαρφάλες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό