φασαριόζικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φασαριόζικος < φασαριόζης
Επίθετο
[επεξεργασία]φασαριόζικος
- ο σχετικός με τον φασαριόζη ή με τη φασαρία
- φασαριόζικη μουσική, γειτονιά