φασολιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φασολιά οι φασολιές
      γενική της φασολιάς των φασολιών
    αιτιατική τη φασολιά τις φασολιές
     κλητική φασολιά φασολιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φασολιά < φασόλι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φασολιά θηλυκό

  • το φυτό φασίολος, που παράγει τον καρπό του φασολιού

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]