φασόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φασόν < (άμεσο δάνειο) γαλλική façon < λατινική factio < factum < facio < πρωτοϊταλική *fakiō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeh₁ (θέτω, βάζω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φασόν ουδέτερο άκλιτο
- η κατασκευή κάποιων προϊόντων βάσει κάποιου προτύπου
- (ειδικότερα) η κατασκευή κάποιων ένδυμάτων βάσει κάποιου προτύπου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)