φατσικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φατσικά < φάτσα
Επίρρημα
[επεξεργασία]φατσικά
- (λαϊκότροπο) επίρρημα στον προφορικό λόγο: εμφανισιακά, από την εμφάνιση, από το πρόσωπο