φεμιναζί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φεμιναζί < μεταγραφή για την αγγλική feminazi < συμφυρμός των feminist (φεμινίστρια) + Nazi (ναζί). Όρος δημιουργημένος από τον αμερικανό παραγωγό εκπομπών Rush Limbaugh (Ρας Λίμπο)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fe.mi.naˈzi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φε‐μι‐να‐ζί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φεμιναζί θηλυκό άκλιτο
- (νεολογισμός, μειωτικό, απαξιωτικό) ακραία ή μαχητική φεμινίστρια η οποία χαρακτηρίζεται από μια συνεχόμενη δίψα για δύναμη και από την πεποίθηση ότι οι άντρες δεν είναι απαραίτητοι
- ※ στην Αργεντινή […] Μια στις τρεις γυναίκες υπέστη βία στα κοινωνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης και κατηγορήθηκε ως «δολοφόνος μωρών» και «φεμιναζί».
- «Οι γυναίκες σε όλο τον κόσμο συνεχίζουν να αμφισβητούν ... Διεθνής Αμνηστία, amnesty.gr 6 Μαρτίου 2020
- ※ «Ρας Λίμπο : Απεβίωσε ο ακροδεξιός που μεταμόρφωσε την αμερικανική πολιτική – Εφηύρε τον όρο «φεμιναζί»
- ※ Μια άλλη λέξη η οποία συναντάται πάρα πολύ συχνά στα σχόλια της διαδικτυακής εφημερίδας protothema, είναι η λέξη «φεμιναζί»
- «Γυναικοκτονία, φεμιναζί, δικαιωματιστής κ.ά.- Ελληνικές… επινοήσεις ή ξενόφερτοι όροι;» @Protothema, πρόσβαση:2022.02.01
- ※ στην Αργεντινή […] Μια στις τρεις γυναίκες υπέστη βία στα κοινωνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης και κατηγορήθηκε ως «δολοφόνος μωρών» και «φεμιναζί».
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις φεμινισμός και ναζί
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- feminazi στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Μεταγραμμένοι όροι από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Συμφυρμοί (νέα ελληνικά)
- Όροι με πατρότητα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)