φηντάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φηντάρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική feed + κατάληξη -άρω

φηντάρω

 συνώνυμα: ταΐζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. φηντάρω φήνταρα θα φηντάρω να φηντάρω φηντάροντας
β' ενικ. φηντάρεις φήνταρες θα φηντάρεις να φηντάρεις φηντάρετε
γ' ενικ. φηντάρει φήνταρε θα φηντάρει να φηντάρει
α' πληθ. φηντάρουμε φηντάραμε θα φηντάρουμε να φηντάρουμε
β' πληθ. φηντάρετε φηντάρατε θα φηντάρετε να φηντάρετε φηντάρετε
γ' πληθ. φηντάρουν(ε) φήνταραν
φηντάραν(ε)
θα φηντάρουν(ε) να φηντάρουν(ε)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]