φθοριούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φθοριούχος
- (χημεία) χημική ένωση ή μίγμα που περιέχει φθόριο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φθοριούχος
|