φθορισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φθορισμός < φθορίζω + -μός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fluoressence)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φθορισμός αρσενικό
- (φυσική) το αποτέλεσμα του φθορίζω, η ακτινοβολία που εκπέμπουν κάποια σώματα υπό ειδικές συνθήκες φωτισμού ή ακτινοβόλησης των ίδιων
- λάμπες φθορισμού
αντιπαραβολικό (όχι αντώνυμο)
[επεξεργασία]- φωσφορισμός
- βλ. fluorescence vs phosphorescence στην Wikipedia
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανοσοφθορισμός
- βιοφθορισμός
- → και δείτε τις λέξεις φθόριο και φθείρω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φθορισμός
Πηγές
[επεξεργασία]- φθορισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φθορισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)