φθορισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φθορισμός οι φθορισμοί
      γενική του φθορισμού των φθορισμών
    αιτιατική τον φθορισμό τους φθορισμούς
     κλητική φθορισμέ φθορισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φθορισμός < φθορίζω + -μός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fluoressence)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φθορισμός αρσενικό

αντιπαραβολικό (όχι αντώνυμο)

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]