φιγουρατζίδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιγουρατζίδικος < φιγουρατζ-ης + -ίδικος
Επίθετο
[επεξεργασία]φιγουρατζίδικος
- αυτός που του αρέσει η φιγούρα ή αυτό που έχει ως κύριο στόχο ή χαρακτηριστικό τη φιγούρα και ως δευτερεύοντα τη λειτουργικότητα
- φιγουρατζίδικο αυτοκίνητο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φιγουρατζίδικος