φιλάρεσκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fiˈla.ɾe.skos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /fiˈla.ɾe.sci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /fiˈla.ɾe.sko/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
φιλάρεσκος, -η, -ο
- που θέλει να αρέσει στους άλλους (με το ντύσιμο, τη συμπεριφορά, τα λόγια κ.λπ.)
- φιλάρεσκη κοπέλα
- (κατ’ επέκταση) που χαρακτηρίζεται από φιλαρέσκεια
- φιλάρεσκο χαμόγελο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλάρεσκος
|