φιλήσυχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fiˈli.si.xos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /fiˈli.si.çi/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /fiˈli.si.xo/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
φιλήσυχος, -η, -ο
- που αγαπά την ησυχία του
- (ειδικότερα) που σέβεται και τηρεί τους νόμους, που αποφεύγει την φασαρία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλήσυχος
|