φιλίστωρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιλίστωρ < φίλος + ἳστωρ (ειδήμων, γνώστης, σοφός)
Επίθετο
[επεξεργασία]φιλίστωρ
- ο φιλομαθής, εκείνος που αγαπάει τη γνώση και τη μάθηση
- εκείνος που αγαπά ειδικότερα την ιστορία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φιλίστωρ
|