φιλακόλουθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλακόλουθος < φίλος και ἀκόλουθος

Επίθετο[επεξεργασία]

φιλακόλουθος, ος, ον

  • που ακολουθεί με προθυμία