φιλαράκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φιλαράκος αρσενικό
- ο φίλος, συχνά όμως με έννοια κρυφής αποδοκιμασίας
- την είδα με τον φιλαράκο της (τον εραστή της)
- (θωπευτικό, όταν μιλάμε με μικρά παιδιά)
- πήγαινε να κάνεις κούνια με το φιλαράκο σου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- φιλαράκι (ουδέτερο)