φιλειρηνιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιλειρηνιστής < φίλος + ειρηνιστής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φιλειρηνιστής αρσενικό
- που αγαπάει την ειρήνη
φιλειρηνιστής αρσενικό