φιλοδοξώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιλοδοξώ < φιλοδοξία
Ρήμα
[επεξεργασία]φιλοδοξώ
- διακατέχομαι από φιλοδοξία, επιθυμώ πολύ να πετύχω κάτι
- φιλοδοξεί να ανέλθει κοινωνικά