φιλοκατήγορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]φιλοκατήγορος
- (λόγιο) που αγαπά να κατηγορεί, να ψέγει τους άλλους, ο εύκολος στις κατηγόριες που σπάνια επαινεί
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φιλοκατήγορος
|