φιλοκυβερνητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιλοκυβερνητικός < φίλος + -ο- + κυβερνητικός
Επίθετο
[επεξεργασία]φιλοκυβερνητικός, -ή, -ό
- (πολιτική) που είναι υπέρ της κυβέρνησης
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φιλοκυβερνητικός